Από το Blogger.
RSS
Container Icon

Ξύπνησαν οι μνήμες του '88




Ξύπνησαν οι μνήμες του ’88.
Χαλκιδική, ο επί της Γης παράδεισος, δικός μας. Τα πεύκα αγκαλιάζονταν αρμονικά με την γαλαζοπράσινη θάλασσα δίνοντας μας τη δροσιά και την ευδαιμονία. Εγώ, ο άντρας της ζωής μου και ο γιος μου, δύο μόλις ετών, στα καλύτερά του – κουβεντούλες, γελάκια, χαρούλες. Ένα όμορφο κουκλόσπιτο, με κουζίνα, ψυγείο, κρεβάτια, τραπέζια και όλα τα κομφόρ με έκανε να αισθάνομαι πριγκίπισσα στο βασίλειό μου. Το τροχόσπιτό μας αραγμένο σε μια πανέμορφη παραλία. Ένα ραδιοφωνάκι ήταν η μόνη μας επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Ακούγαμε μουσική και σύντομα δελτία ειδήσεων δυο τρεις φορές την ημέρα.
 «Μόλις φτάσεις εκεί να με πάρεις τηλέφωνο» έλεγε συνέχεια η αδελφή μου. Φορτική όσο δεν παίρνει. Έπρεπε κάθε φορά που ήμουν σε διακοπές να τρέχω στον ΟΤΕ ή σε κάποιον τηλεφωνικό θάλαμο, να περιμένω στην ουρά με δεκάδες τουρίστες για να τηλεφωνήσω για δέκα λεπτά και να πω πως είμαι καλά και να ρωτήσω για όλη την οικογένεια. Σκλαβιά η αγάπη. Σκλαβιά η υποχρέωση να δίνεις κάθε μέρα το «παρών». Μια μέρα θα σπάσω τις αλυσίδες και δεν θα πάρω τηλέφωνο κανέναν, δεν θα δώσω σημεία ζωής, θα εξαφανιστώ.

Οι φλόγες έχουν περικυκλώσει το χωριό. Η Σελλασία βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο. Πολλά στρέμματα με ελιές έχουν γίνει στάχτη και η καταστροφική μανία της φωτιάς γλείφει τα πρώτα σπίτια του χωριού. Η μάνα μου με τον πατέρα μου τρέχουν να σώσουν ό,τι μπορούν. Η μάνα μου, με τη βοήθεια του Ηλία, έσβησε με το λάστιχο τη φωτιά που ήρθε μέχρι τη βεράντα μας και το διπλανό ακατοίκητο σπίτι. Μέχρι που πέθανε έλεγε το όνομά του και δάκρυζε από ευγνωμοσύνη.
Η πλατεία του χωριού γεμάτη κόσμο σε απόγνωση. Έφτασε ο θείος ο Ξενοφών.
«Μωρή, τι θα κάνουμε; Θα καούμε ζωντανοί» είπε με την τραχιά φωνή του.
«Πήγαινε και κάθισε μέσα στο σπίτι σου με τη Σταυρούλα και δεν θα πάθεις τίποτα» του είπε η μάνα μου κι έτρεξε να σβήσει άλλη μια φωτιά που είχε πιάσει στο διπλανό σπίτι.
Απελπισία. Ο Ξενοφών δεν ήξερε τι να κάνει. «Θα πάω στο Βιβάρι» σκέφτηκε. «Εκεί στο ποτάμι, φωτιά δεν φτάνει». Έτρεξε γρήγορα στο σπίτι και φώναξε στη γυναίκα του:
«Σταυρούλα, φέρε το σακούλι, ένα καρβέλι ψωμί, τα λεφτά, τα βιβλιάρια και πάμε να φύγουμε».
«Κάτσε στ’ αυγά σου, χριστιανέ μου» του είπε εκείνη. «Πού να τρέχουμε; Δεν πρόκειται να φτάσει μέχρι εδώ η φωτιά».
«Να κάνεις εκείνο που σου λέω» της φώναξε με άγριο τόνο που δεν σήκωνε αντίρρηση.
Ζαλώθηκαν το σακούλι κι έφυγαν με τα πόδια. Θα έκοβαν δρόμο από τα χωράφια για να φτάσουν πιο γρήγορα.

15 Αυγούστου 1988
Ομάδες στρατού χτενίζουν την περιοχή. Όλο το χωριό ψάχνει ανάστατο τα δύο γεροντάκια. Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός ενώ η φωτιά ακόμη έκαιγε, κι έκανε το έργο όλων ακόμη πιο δύσκολο. «Τους βρήκαμε. Η φωτιά τούς έφτασε στην πλαγιά, πίσω από τον Άι Λια».
Βρήκαν τα κορμιά τους καμένα, πιασμένα χέρι χέρι. Λίγα κόκκαλα σε δύο φέρετρα έγραψαν τον επίλογο της ζωής τους μέσα στο σπίτι τους που έστεκε αγέροχο. 

Όταν άκουσα ότι καίγεται δασική περιοχή στη Σπάρτη το μυαλό μου δεν πήγε στο κακό. Όταν άκουσα ότι δύο γεροντάκια βρήκαν τραγικό θάνατο από τις φλόγες δεν σκέφτηκα καν ότι μπορεί να με αφορά.

17 Αυγούστου 1988
«Πρέπει να πάρω τηλέφωνο στο σπίτι, να πάρω τηλέφωνο την αδελφή μου» σκεφτόμουν.
Όλη νύχτα δεν είχα κλείσει μάτι και μια αδιόρατη ανησυχία δεν με άφηνε να ησυχάσω.

Μια δυνατή κραυγή και ένα παράπονο με έπνιξε. Λέξη δεν βγήκε από τα χείλη μου. Αφήσαμε το τροχόσπιτο σ’ ένα βενζινάδικο και φύγαμε σαν τρελοί από τον υπέροχο τόπο των διακοπών μας. 
Η Τζούλια, η μικρή μου σκυλίτσα, με κοιτούσε στα μάτια όλο τον δρόμο μέχρι να φτάσουμε στη Σπάρτη χωρίς να πιεί ούτε νερό. Ο μικρός γιος μου, αμίλητος κι αυτός, κοιμόταν στο πίσω κάθισμα.
Φτάσαμε βράδυ πια όταν είδαμε από μακριά χιλιάδες μικρά φωτάκια να μας υποδέχονται σε ένα σκηνικό πανέμορφα μακάβριο. Η μυρωδιά της φωτιάς έντονη και τα δάκρια δεν μπορούσαν να σβήσουν τον μεγάλο πόνο.
Η μάνα απαρηγόρητη.
«Γιατί να του πω να πάει σπίτι του;  Γιατί δεν του είπα να πάρει τη γυναίκα του και να έρθει εδώ στην πλατεία, να είμαστε όλοι μαζί; Εγώ φταίω, εγώ…» έλεγε, και οι εικόνες της τελευταίας συνομιλίας την στοίχειωναν μέχρι τον θάνατό της.
Ο πατέρας ψύχραιμος.
«Καλύτερα που δεν ήσαστε εδώ. Ήταν κόλαση. Γλιτώσατε». Πάντα έτσι έδειχνε την αγάπη του.
Η αδελφή μου με τον γαμπρό μου χίλια κομμάτια από την αγωνία των τριών τελευταίων ημερών. Κι εμείς φτάσαμε με μια μέρα καθυστέρηση να μαζέψουμε τα κομμάτια που ποτέ δεν θα έβρισκαν πια τη σωστή τους θέση στο παζλ της ζωής. Οι θείοι μας, Ξενοφών και Σταυρούλα, δεν θα ήταν ποτέ πια ανάμεσά μας. Οι Κυριακές, τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, ποτέ δεν θα ήταν ίδια πια.

Πώς να τη σπρώξεις αυτή τη μέρα;
                                                                                                                   Κάκια Ξύδη


  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

Ένα βράδυ κλεμμένο

Απόσπασμα από το "Φυσάει"
αφιερωμένο σε σας με όλη
μου την αγάπη.
                         Κάκια Ξύδη
Κραυγές άναρθρες βγαίνουν από μέσα μου
ο πόνος βουβός, όλος δικός μου

το είναι μου παλεύει για τη δικαίωση.

Αγωνίζομαι να κρατήσω τα προσχήματα.

Ήρθε η ώρα που με τα πινέλα μου

καλούμαι να ζωγραφίσω τον παράδεισό μου
τον κόσμο που εγώ θα επιλέξω για να ζήσω.
Φουρτουνιασμένη θάλασσα η καρδιά μου
τρικυμισμένα κύματα χτυπάνε τις αντοχές μου
το σκαρί όμως γερό, κρατάει ακόμη…



Ένα βράδυ κλεμμένο

 Ένα βράδυ μαζί σου! Μόνο αυτό ήθελα! Ένα βράδυ που θα κοιμόμουν στην αγκαλιά σου, θα ένιωθα τη ζεστασιά του κορμιού σου, θα μου τραβούσες το σεντόνι και θα με ξεσκέπαζες, θα άκουγα το παραμιλητό σου, θα ξυπνούσα από το ροχαλητό σου. Ένα που θα ήταν μόνο δικό μου και δικό σου! Μακριά απ’ όλους και απ’ όλα.
Κι εσύ μου το αρνιόσουν. Ούτε να το ακούσεις δεν ήθελες, όπως τόσα άλλα. Ίσως πίσω από αυτό να κρυβόταν και πάλι ο φόβος. Ο φόβος του επόμενου πρωινού, της επόμενης νύχτας. Ίσως να μην μπορούσες πια να αναμετρηθείς με τη μοναξιά σου γιατί θα είχα εισβάλει μέσα της και θα την είχα βεβηλώσει. Ίσως να με ήθελες για κάτι πολύ συγκεκριμένο, όχι για όλες τις στιγμές. Ίσως ήθελες να εκβιάσεις τις αποφάσεις μου και να μου δώσεις να καταλάβω ότι δεν γίνεται να τα έχω όλα δικά μου. Μικρό κακομαθημένο κορίτσι ήμουν που προτιμούσε τις ελεύθερες πτώσεις με δίχτυ ασφαλείας. Εκείνο το δίχτυ ασφαλείας που εσύ με περιφρόνηση κοιτούσες και ποτέ δεν καταδέχτηκες να χρησιμοποιήσεις. Όμως τώρα θα σου αποκαλύψω κάτι που ποτέ δεν κατάλαβες ή που δεν θέλησες να καταλάβεις.
Θυμάσαι εκείνη τη νύχτα που συναντηθήκαμε στη φωλιά μας; Ήταν μια μέρα πριν την παραμονή του 2000. Όλος ο κόσμος περίμενε με ανυπομονησία τους λαμπρούς εορτασμούς για την άφιξη της νέας χιλιετίας. Από τους ιθαγενείς κατοίκους του μικροσκοπικού νησιωτικού συμπλέγματος των νησιών Κιριμπάτι στον Ειρηνικό, έως την πόλη των Αγγέλων, την Αθήνα, το Σύδνεϋ, το Ρίο ντε Τζανέιρο και το Παρίσι, όπου το θέαμα θα ήταν φαντασμαγορικό.
Εγώ όμως, αδιάφορη για την παγκόσμια φρενίτιδα, ετοιμαζόμουν να ζήσω τη δική μου γιορτή μια μέρα πριν. Οι δυο μας βρεθήκαμε, ξεκομμένοι για μια ακόμη κατάθεση στον κουμπαρά των αναμνήσεων. Ήταν η πρώτη φορά που κρατούσες κάτι για μένα. Μια μικρή κάρτα με ιδιόχειρη αφιέρωση, με την οποία πέρασα μέρες ολόκληρες ψηλαφίζοντας τα γράμματα που εσύ είχες χαράξει επάνω της. Προσπαθούσα με την αφή να τα διαβάσω, με τη μυρωδιά να τα ανακαλύψω, με την ακοή να αφουγκραστώ τον ήχο του μολυβιού πάνω τους.
Ήταν γραμμένη με τα δικά σου χέρια, ευχές πολύτιμες για μένα και στο τέλος ένα «Με αγάπη» και μια κόκκινη καρδούλα δεμένη από μια αόρατη κλωστή που κρεμόταν μέχρι τη δεξιά κάτω γωνία. Κοίταζα και ξανακοίταζα τις δύο αυτές μαγικές λεξούλες που είχαν μαγνητίσει το βλέμμα μου και δεν ήξερα αν έπρεπε να χαρώ ή να το εκλάβω ως μια συνηθισμένη έκφραση. Ήταν βλέπεις εκείνο το ανείπωτο σ’ αγαπώ που με είχε ταλαιπωρήσει. Καιρό πολύ το ονειρευόμουν, το περίμενα, ετοίμαζα τις αισθήσεις και τις αντοχές μου γι’ αυτό, αλλά δεν ερχόταν. Κι αυτές οι δύο λεξούλες εκείνη τη μέρα, την τελευταία νύχτα πριν την πρωτοχρονιά, με μπέρδεψαν ακόμη περισσότερο. Ίσως επειδή ένιωθα ότι σφράγισαν το τέλος μιας εποχής που δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο την πορεία της και σηματοδοτούσαν την εκπλήρωση βαθύτερων επιθυμιών.
Μέριασε η ώρα να περάσουμε, να απλώσουμε την αγάπη μας στα σεντόνια, να μπλέξουμε τις ανάγκες μας, να εξυψώσουμε το εγώ μας και μας άφησε εκεί ξεχασμένους σε μια κοινή κρεβατοκάμαρα μιας παλιάς πολυκατοικίας με φουσκωμένο ξύλινο πάτωμα, ένα παλιό κρεβάτι που έτριζε, ένα μικρό κεράκι που φώτιζε τα λευκά σεντόνια και το τριανταφυλλένιο ολοπόρφυρο του αίματος πάπλωμα που μας κρατούσε ενωμένους κάτω από τη θαλπωρή του.
Και σαν έφτασε η ώρα του αποχωρισμού, εκείνου που πάντα με πονούσε και δεν άντεχα, κομμάτια μικρά έγινα και εξαφανίστηκα από το κρεβάτι του έρωτά μας και δεν θέλησα ούτε καληνύχτα να σου πω. Χαμένη στης νύχτας την οδύνη, έκλεισα τ’ αφτιά μου με τα χέρια, το φευγιό σου να μην ακούσω, μουρμουρίζοντας ακατάληπτες συνεχόμενες συλλαβές. Ευχόμουν να το μετανιώσεις, να γυρίσεις πίσω και να μου πεις ότι εκείνο το βράδυ δεν θέλεις να το περάσεις πουθενά αλλού εκτός από την αγκαλιά μου. Έκανα όνειρα για το πώς θα ένιωθα εκείνη τη στιγμή· την ανατριχίλα στο κορμί, το σφίξιμο στο στομάχι, την αγαλλίαση στην ψυχή, το μειδίαμα του φιλιού της ένωσής μας. Και στην παραζάλη μου, έτσι όπως παρακαλούσα την ώρα να φύγει γρήγορα γιατί δεν την είχα πλέον ανάγκη, δεν άκουσα το χτύπημα στην πόρτα. Νόμιζα του μυαλού τέχνασμα ότι ήταν κι αυτό. Νόμιζα φτιαχτή ευτυχία, ψεύτικη, ήρθε να παίξει με την ανάγκη μου. Νόμιζα ότι η επιθυμία μου είχε φέρει την τρέλα πιο γρήγορα κοντά μου. Το χτύπημα της πόρτας όμως συνεχίστηκε και με ανάγκασε να σηκωθώ. Όλα όσα σκεφτόμουν πριν είχαν γίνει καπνός.
Όταν σε αντίκρισα να στέκεσαι προβληματισμένος στο κατώφλι, ταράχτηκα, λες και δεν ήταν εκείνο που παρακαλούσα να γίνει τόση ώρα! Πήγε το χαμόγελο ν’ ανθίσει στα χείλη μου, αλλά η σοβαρότητα του βλέμματός σου μου έκοψε τη φόρα. Απτόητη, σε πήρα μια τεράστια αγκαλιά και σε έβαλα και πάλι στο σπίτι. Μέσα στη φωλιά της αγάπης μας που δεν είχε ακόμη κρυώσει.
Όμως γιατί το αγκάλιασμά σου δεν είχε την ίδια θέρμη με πριν; Τι είχε συμβεί; Γιατί γύρισες πίσω αν όχι για να περάσεις αυτό το τελευταίο βράδυ πριν τον ερχομό της χιλιετίας  μαζί μου; Γιατί ήσουν εδώ, αν όχι για να κλείσεις του λογαριασμούς που είχες ανοίξει με την αγάπη μου;
Είναι παράξενη η αγάπη. Μας γεμίζει ερωτήματα. Μας κλείνει τα μάτια και δεν μπορούμε να δούμε ούτε πέρα από τη μύτη μας. Μας κάνει χαζά παιδιά χωρίς κρίση και δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ούτε τα αυτονόητα. Ξεχείλιζε ο πόθος από παντού, απ’ όλους τους πόρους του κορμιού μας, από κάθε ανάσα που έβγαινε από τα πνευμόνια μας, από κάθε ήχο που άγγιζε την ακοή μας, από κάθε ψίθυρο που έλιωνε κάτω από τα βλέμματά μας. Εμείς όμως τίποτα δεν μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε από όλα αυτά. Τυφλοί, περιχαρακωμένοι στα συναισθήματα που δεν μπορούσαμε να διαχειριστούμε, ζητούσαμε αποδείξεις. Φτηνές αποδείξεις χωρίς ουσία.
«Η εξώπορτα της πολυκατοικίας είναι κλειδωμένη» μου είπες, και τα λόγια σου κουδούνισαν παράξενα στ’ αφτιά μου που δεν ήθελαν να συνειδητοποιήσουν τον πραγματικό λόγο της επιστροφής σου. Εγώ είχα βολευτεί ήδη χουχουλιάζοντας κάτω από τη μασχάλη σου ακούγοντας τον χτύπο της καρδιάς σου και ονειρευόμουν ότι εκεί θα έμενα ξάγρυπνη όλη τη νύχτα να ανασαίνω τις ανάσες σου, να ρουφάω τον ύπνο σου, να χορεύω στους ήχους σου.
«Η πόρτα είναι κλειδωμένη, δεν μπορώ να φύγω. Πρέπει να μου ανοίξεις με το κλειδί σου» επανέλαβες πιο καθαρά και επεξηγηματικά.
Τότε κατάλαβα. Δεν είχες γυρίσει για μένα. Δεν ήθελες να περάσουμε αυτό το βράδυ μαζί. Δεν σκόπευες να μου χαρίσεις αυτό που τόσο καιρό σου ζητούσα. Και δίχως να χαλαρώσω το αγκάλιασμα, δίχως να παίξει καθόλου το μάτι από το ψέμα, είπα:
«Μα δεν έχω το κλειδί της εισόδου, το έχω χάσει».
«Και τότε πώς μπήκες;» ρώτησες δύσπιστος.
«Χτύπησα στην κυρία Ερμιόνη που μένει στον πρώτο όροφο και μου άνοιξε» ξεστόμισα με μεγάλη ευκολία τη δικαιολογία μου.
«Μιλάς σοβαρά τώρα;» είπες συνεχίζοντας να με κοιτάς υπό γωνία.
«Ναι, μιλώ πολύ σοβαρά. Λυπάμαι, αλλά δεν έχω το κλειδί της κάτω πόρτας, το έχω χάσει εδώ και μια βδομάδα» είπα ενώ είχα φύγει από την αγκαλιά σου και προσπαθούσα με το βλέμμα να σε σαγηνέψω και πάλι και να σε παρασύρω στον βωμό του έρωτά μας.
Με κοιτούσες ανέκφραστος, μη θέλοντας να πιστέψεις αυτό που σου έλεγα. Ούτε ίχνος χαράς στα μάτια σου, ούτε μια ρυτίδα δεν έσπασε στα χείλη σου.
«Τώρα αναγκαστικά θα μείνεις εδώ μέχρι το πρωί, θα κοιμηθούμε όλη τη νύχτα μαζί. Δεν χαίρεσαι γι’ αυτό;» είπα ζητώντας μια επιβεβαίωση που δεν ερχόταν.
«Πρέπει να πάω σπίτι μου» μου τόνισες βιαστικά.
«Τώρα όμως δεν γίνεται. Θα μείνεις εδώ, θέλεις δεν θέλεις» σου απάντησα κυνικά.
Το πείσμα νίκησε. Ο εγωισμός νίκησε. Σφιχτά τα χείλη χωρίς ζωή. Έκλεισαν όλες οι δίοδοι επικοινωνίας, για την επικράτηση του ισχυρότερου. Μικρή και ασήμαντη φάνταζε πια η αγάπη μας. Ξεχασμένη, πεταμένη στη γωνιά του πατώματος μαζί με τις κάλτσες, τα χαρτομάντιλα και μισό μπουκάλι νερό.
Η νύχτα ήταν εφιαλτική. Δεν είχε καμία σχέση με τα όνειρά μου. Το κινητό σου είχε ξεμείνει από μπαταρία και συνεχώς χτυπούσε προειδοποιητικά. Μαζεμένος στην άκρη του κρεβατιού δεν μπορούσες να δεχτείς ότι έμεινες εκεί παρά τη θέλησή σου. Κι εγώ, ευτυχισμένη που έστω και κάτω από αυτές τις συνθήκες είχα κερδίσει αυτό που μου ανήκε, αυτό που ονειρευόμουν. Μια νύχτα μαζί σου, έστω και κλεμμένη.

(Το διήγημα εμπεριέχεται στο βιβλίο της Κάκιας Ξύδη "Φυσάει" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πνοή)

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS