Από το Blogger.
RSS
Container Icon

Ψίθυροι καρδιάς

Ψίθυροι καρδιάς
της Κάκιας Ξύδη
(Η ιστορία γράφτηκε για την εκπομπή της Δευτέρας
του Νικήτα Σούλου στο Μαγικό Ραδιόφωνο)

«Και στα δικά σας κορίτσια», είπε ο νεαρός άντρας χαμογελώντας καθώς περνούσε.
«Ευχαριστούμε» απάντησαν όλες μαζί με μια φωνή χαζογελώντας και σουσουνίζοντας.
Ο Χάρης απομακρύνθηκε και χάθηκε μέσα στον κόσμο, αλλά στο μυαλό του ήταν να βρει μια κατάλληλη θέση για να μπορεί ανενόχλητος να τα παρατηρεί. Όχι να  παρατηρεί όλα τα κορίτσια γενικά, εκείνη την ξανθούλα με τα γαλαζοπράσινα μάτια και το λευκό σαν φίλντισι δέρμα, εκείνη είχε βάλει στο μάτι.
Η βραδιά εξελίχθηκε σε μια γενική ευθυμία. Τραπέζι γάμου ήταν αυτό και γνωριμιών, θα πρόσθετα εγώ, εκείνης της εποχής, που οι ευκαιρίες για διασκέδαση ήταν πολύ λίγες. Τότε ο κόσμος περίμενε μια γιορτή για να φάει γλυκό και το κρέας έμπαινε στο τσουκάλι, στην καλύτερη περίπτωση, κάθε Κυριακή, στην χειρότερη, κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα. Τέλος πάντων. Εκείνη η βραδιά πάντως, έμελλε να ενώσει πολλές ψυχές.
Ο Χάρης αφού παρατήρησε για αρκετή ώρα την κοπέλα που του είχε αρέσει, άρχισε να ρωτάει δήθεν αδιάφορα από εδώ και από εκεί ποιες είναι εκείνες οι κοπέλες, από πού είναι, πώς τις λένε και μέχρι να τελειώσει το γλέντι τα ήξερε όλα όσα ήθελε για εκείνη. Την έλεγαν Δώρα και ήταν από το διπλανό χωριό, εξαδέλφη της νύφης.
«Αυτή δεν πρόκειται να μου ξεφύγει» είπε από μέσα του, μη ξέροντας και ο ίδιος τι σήμαινε αυτό και μέχρι πού μπορούσε να φτάσει.
Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 40 και η μπύρα ΦΙΧ έχει κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή της στην Ελλάδα. Έχει φτάσει και σε μερικά απομακρυσμένα μέρη της. Τι ποτό ήταν αυτό; Λίγοι ήξεραν και μόνο όσοι είχαν πάει Αθήνα και έτυχε να το δοκιμάσουν. Ο Χάρης που είχε σούρτα φέρτα με Αθήνα λόγω του εμπορίου λαδιού που έκανε, είχε δοκιμάσει και σκέφτηκε ότι ήταν μια καλή ευκαιρία εκείνη τη στιγμή να την κάνει να τον προσέξει. Παίρνει ένα μπουκάλι μπύρα και τέσσερα ποτήρια, όσες ήταν και οι κοπέλες, και με σίγουρο, σταθερό βήμα τις πλησιάζει, ενώ εκείνες τον κοιτούσαν με έκπληξη.
«Κορίτσια σας έφερα να δοκιμάσετε τη μπύρα» τους είπε, βάζοντας τα ποτήρια εμπρός τους και αφού κέρασε το αφρώδες κίτρινο ποτό, αποχώρησε.
Εκείνες βάλθηκαν και πάλι να γελάνε και να σχολιάζουν τον περίεργο τύπο και το ακόμα πιο περίεργο ποτό που έπρεπε να δοκιμάσουν…
«Σαν κάτουρο είναι» είπε η μία, και όλη η αίθουσα γύρισε και τις κοίταξε από τα δυνατά γέλια που ξέσπασαν.
Η Δώρα κοιτούσε το νεαρό με ανάμεικτα συναισθήματα. Ήταν αναμφίβολα ωραίος τύπος. Καλοντυμένος, ψηλός, με έντονα χαρακτηριστικά και σκούρο δέρμα. Δεν ήθελε και πολύ να εντυπωσιαστεί. Ιδίως όμως, αυτή η σπίθα που είχε δει να σιγοκαίει στα μαύρα μεγάλα μάτια του όταν την κοιτούσε, την έβαλε σε σκέψεις. Όμως βρε παιδί μου, αυτός δεν είχε μαλλιά… Είναι δυνατόν να της αρέσει ένας άντρας που από τα 30 έχει χάσει τα μισά του μαλλιά; Εκείνη τις προάλλες είχε απορρίψει ένα προξενιό με έναν συμβολαιογράφο γι αυτό ακριβώς τον λόγο. Και τώρα κοιτούσε τον τύπο με την καράφλα; «Αδύνατον αυτά δεν συμβαίνουν» είπε στον εαυτό της και δεν γύρισε τα μάτια της προς το μέρος του για το υπόλοιπο της βραδιάς.
                Μερικές μέρες αργότερα η Δώρα είχε κατέβει με τον αδελφό της στη Σπάρτη. Χρειαζόταν υλικά για ένα παλτό που έραβε και ήθελε να κόψει και τα μαλλιά της. Κοπέλα της παντρειάς ήταν, έπρεπε να περιποιείται τον εαυτό της. Χώρισαν με τον αδελφό της στη γωνία Αγησιλάου και Τριακοσίων και έδωσαν ραντεβού στο πρακτορείο σε δύο ώρες που θα είχαν τελειώσει τις δουλειές τους για να πάρουν το λεωφορείο της επιστροφής.
                Μόλις έμεινε μόνη και άρχισε να περπατάει στο πεζοδρόμιο ένας δυνατός βαρύς ήχος μηχανής την έκανε να γυρίσει το κεφάλι της πίσω για να δει τον «τύπο με τη μπύρα» να οδηγεί μια μαύρη γυαλιστερή BMV μηχανή και να την κοιτάζει.  Γύρισε το βλέμμα της εμπρός τάχυνε το βήμα της και χώθηκε αμέσως μέσα στο κομμωτήριο που ήταν στο δρόμο της.
Ανάμεσα από τα κουρτινάκια της τζαμαρίας μπορούσε να διακρίνει μια γνωστή της σκοτεινή φιγούρα που έκοβε βόλτες πάνω κάτω. Ένιωσε πως η μοίρα είχε αποφασίσει αντί γι αυτούς το επόμενο βήμα.
Μια ώρα έμεινε, μέχρι να τελειώσει το μιζαμπλί η κομμώτρια, και να βγει και πάλι στο δρόμο. Η σκιά εκεί. Δεν έλεγε να φύγει.

Ο Χάρης διέκρινε τη φιγούρα της από μακριά, θα την αναγνώριζε ανάμεσα σε χίλιες. Η ζώνη από το μαντό αγκάλιαζε τη δακτυλιδένια μέση της, με τα γαντοφορεμένα χέρια της κρατούσε μια μικρή τσάντα και το λεπτό τακουνάκι που φορούσε  την έκανε να περπατά όλο χάρη. Η τύχη, τού είχε χαμογελάσει με τον καλύτερο τρόπο, αυτή θα ήταν η ευκαιρία του να της μιλήσει. Όμως μέχρι να βάλει στην άκρη τη μηχανή και να πάει προς το μέρος της εκείνη είχε εξαφανιστεί. «Δεν μπορεί» σκεφτόταν «κάπου εδώ γύρω είναι, κάποια στιγμή θα φανεί, που θα πάει;» Έτσι περίμενε, ξεχνώντας οτιδήποτε άλλο τον απασχολούσε εκείνη τη στιγμή, κόβοντας βόλτες πάνω κάτω στο σημείο που την έχασε από τα μάτια του.
Μόλις την είδε να βγαίνει από το κομμωτήριο και να αστράφτει από ομορφιά και χάρη τα έχασε. Άρχισαν να τρέμουν τα πόδια του και να ιδρώνουν τα χέρια του. Απόμεινε να την κοιτάζει σαν χαζός και πριν προλάβει να της μιλήσει, εκείνη και πάλι εξαφανίστηκε μέσα σε ένα μαγαζί με ψιλικά. Τότε η λογική του υπερίσχυσε και σκέφτηκε αφού εκείνη δεν τον είχε δει, έτσι νόμιζε τουλάχιστον, ευκαιρία ήταν να παρακολουθήσει τις κινήσεις της για να βεβαιωθεί και για την ηθική της. Σε λίγο βέβαια που την είδε να πιάνει αγκαζέ έναν πανέμορφο νεαρό με ένα μακρύ κασμιρένιο παλτό, πλούσια καλοχτενισμένα μαλλιά και λεπτό μουστάκι και να μπαίνουν μαζί στο λεωφορείο τα έχασε. Ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Αναθεμάτιζε τον εαυτό του που είχε φανεί τόσο απρόσεκτος και δεν ρώτησε καλύτερα. Αυτή η κοπέλα ήταν αρραβωνιασμένη, φως- φανάρι. Δεν θα το άφηνε όμως έτσι, θα ρωτούσε, θα κινούσε γη και ουρανό να μάθει.
Μια και δυό πηγαίνει και βρίσκει το φίλο του τον Μένη, στο γάμο του οποίου την είχε συναντήσει για πρώτη φορά και έμενε κι αυτός στο ίδιο χωριό με εκείνη. Του πιάνει την συζήτηση και πάνω στην κουβέντα μαθαίνει ότι η Δώρα έχει έναν αδελφό τον Πέτρο και δεν είναι καθόλου αρραβωνιασμένη γιατί απορρίπτει το ένα προξενιό μετά το άλλο. «Τότε θα πας να μιλήσεις στους γονείς της για μένα» του είπε με μιας, κάνοντάς τον να απορεί με την τόση βιασύνη του. Ο Μένης τον κοίταξε περίεργα σαν να έλεγε «και τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα πει ναι σε σένα ρε φίλε;» αλλά είπε: «Εντάξει, ο Πέτρος είναι φίλος μου και θα του κάνω μια κουβέντα για σένα».
Ο Χειμώνας έδειχνε τα δόντια του στα χωριά της Σπάρτης και μαζί με αυτόν είχαν γίνει και οι ελιές και είχε αρχίσει το λιομάζωμα. Τα ελαιοτριβεία δούλευαν μέρα νύχτα για να βγάζουν το λάδι. Ο Χαρίλαος με τον πατέρα του και τον αδελφό του είχαν δικό τους ελαιοτριβείο. Η δουλειά πολύ σκληρή αν αναλογιστεί κάποιος ότι μπορεί να δούλευαν ασταμάτητα ακόμα και μια εβδομάδα. Ήταν πολλές οι φορές που ο Χάρης σαν ο μικρότερος με τις πιο πολλές αντοχές έκανε να κοιμηθεί ακόμα και τρια βράδια σερί. Στο μυαλό του πολλές φορές ζωγραφιζόταν η εικόνα της όπως τον κοίταξε την ώρα που της έβαζε στο ποτήρι την μπύρα ή όπως την είδε να περνάει αδιάφορη από μπροστά του αγνοώντας την παρουσία του, αλλά από τον φόρτο της εργασίας δεν είχε περιθώριο να δράσει περισσότερο. Κάρφωνε το βλέμμα του πάνω στο μόνο κοινό σημείο που είχαν τα δύο χωριά στην κορυφή του λόφου που τους χώριζε και «Την άνοιξη» σκεφτόταν. «Την άνοιξη, που θα τελειώσουν οι δουλειές θα τελειώσει και αυτό το προξενιό», που μόνο προξενιό δεν ήταν αφού τα βέλη του έρωτα είχαν χτυπήσει και των δυό τις καρδιές.
Ο Μένης μίλησε στον Πέτρο για τον Χαρίλαο. Ο Πέτρος μίλησε στους γονείς του και εκείνη τη μέρα τα άκουσε όλα και η Θεοδώρα κρυμμένη πίσω από την μεσάντρα με τον φόβο ότι θα ακουστεί η καρδιά της σε όλο το χωριό τόσο δυνατά που χτυπούσε. Οι ερωτήσεις από τους γονείς άρχισαν να πέφτουν βροχή. «Πόσο χρονών είναι; Ποια είναι η οικονομική του επιφάνεια; Από ποια οικογένεια προέρχεται; Θέλει προίκα;» Και όλα εκείνα που απασχολούσαν τους γονείς εκείνης της εποχής. Έτσι έμαθε η Θεοδώρα για το ελαιοτριβείο και για τη δουλειά που έκανε ο «τύπος με την μπύρα». Άρχισε να ονειρεύεται την ζωή της στο διπλανό χωριό, πλάι σε εκείνον τον άντρα με τα μάτια που έβγαζαν φωτιές όταν την κοιτούσε.
Οι μέρες όμως περνούσαν και το κανονικό προξενιό δεν ερχόταν και εκείνη έβγαινε στην ταράτσα μέσα στο χειμώνα και κοιτούσε το μόνο σημείο επαφής που είχε μαζί του, την κορυφή του λόφου που τους χώριζε και άκουγε τους χτύπους των λιθαριών που γύριζαν ρυθμικά για να συνθλίψουν τις ελιές και να βγει το λάδι και ένιωθε ότι ήταν συγχρονισμένοι με τους χτύπους της καρδιάς της που τον περίμενε.

Μια μυστική συμφωνία είχε υπάρξει μεταξύ τους, μια υπόσχεση που δεν δόθηκε ούτε ειπώθηκε ποτέ… Απλά ο ένας άκουσε τον ψίθυρο της καρδιάς του άλλου από εκείνη την πρώτη συνάντηση και οι ζωές συγχρονίστηκαν και έμειναν ενωμένες πενήντα οκτώ ολόκληρα χρόνια. Ο Χαρίλαος αγάπησε και σεβάστηκε τη Θεοδώρα. Δούλευε σκληρά για να έχουν μαζί με τα δύο κορίτσια τους μια άνετη ζωή. Πέρασαν πολλές δυσκολίες, αλλά πάντα αντιμετώπιζαν από κοινού τα προβλήματά τους. Η Θεοδώρα στήριγμα γερό στη δουλειά και στο σπίτι, έμεινε στο πλάι του, κοιτώντας τον πάντα στα μάτια και προλαβαίνοντας κάθε επιθυμία του, μέχρι τα ενενήντα του χρόνια που τον αποχαιρέτησε προσωρινά για να πάει να τον βρει πέντε χρόνια αργότερα.   

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

3 σχόλια:

Ο ΜΑΓΟΣ! είπε...

με πολυ χαρα και αγωνια για το τελος τη διαβασα Κακια μου !

arvanimarblog είπε...

Πολύ μου άρεσε! Μια ιστορία που δεν της έλειπε τίποτα! Ρομαντική ιστορία αγάπης μέσα από ρεαλιστικές εικόνες ζωής, ζωντανές, εκφράσεις καθημερινές , με πολύ ευαισθησία και ενδιαφέρον καθ όλη την διάρκεια της εξέλιξης! Την βρίσκω και ενδιαφέρουσα γιατί καταγράφει και πραγματικές εικόνες μιας εποχής, που μπορούν να αποτελέσουν και σημείο αναφοράς σε μελλοντικές εποχές! Πολύ ωραία η ιστορία σου Κάκια!

p3nny είπε...

Βρε Κακια μου δεν την ηξερα την ιστορια! Σαν παλια ελληνικη ταινια!!!!

Δημοσίευση σχολίου